- ὄμπνιος
- ὄμπνιοςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όμπνιος — ὄμπνιος, α, ον (Α) [όμπνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ. β. «ὄμπνιον ἔργον» γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.) 2. θρεπτικός 3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά … Dictionary of Greek
ὄμπνιον — ὄμπνιος of masc acc sg ὄμπνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμπνίου — ὄμπνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμπνίῃ — ὄμπνιος of fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄμπνια — ὄμπνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμπνία — ὀμπνίᾱ , ὄμπνιος of fem nom/voc/acc dual ὀμπνίᾱ , ὄμπνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομπνιακός — ὀμπνιακός, ή, όν (Α) [όμπνη] όμπνιος* … Dictionary of Greek
ομπνιόχειρ — ὀμπνιόχειρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + χειρ (< χείρ, ός), πρβλ. μονό χειρ, πλουσιό χειρ] … Dictionary of Greek
όμπνειος — ὄμπνειος, α, ον (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. όμπνιος … Dictionary of Greek
όπνιος — ὄπνιος, ον (Α) (εσφ. γρφ. αντί ὄμπνιος) 1. μεγάλος, αυξημένος, πλουσιοπάροχος, πολύς (α. «ὄπνιος χείρ» πλούσιο, πλουσιοπάροχο χέρι β. «ὄπνιον νέφος» μεγάλο, ογκώδες νέφος) 2. (κατά τον Φώτ.) α) «ὄπνιος λειμών ὁ σῑτος καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποί… … Dictionary of Greek